απειροκαλος

απειροκαλος
    ἀπειρόκαλος
    ἀπειρό-κᾰλος
    2
    лишенный чувства красоты, художественно неразвитый, грубый Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απειροκαλος" в других словарях:

  • απειρόκαλος — ἀπειρόκαλος, ον (AM) 1. αυτός που αγνοεί το ωραίο, ακαλαίσθητος, χυδαίος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειρόκαλον η απειροκαλία αρχ. επίρρ. ἀπειροκάλως 1. ακαλαίσθητα 2. ανόητα, βεβιασμένα …   Dictionary of Greek

  • ἀπειρόκαλος — ignorant of the beautiful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειρόκαλος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξέρει το καλό, το ωραίο, ο αγροίκος: Το ντύσιμό της, η επίπλωση του σπιτιού και πολλά άλλα έδειχναν πόσο απειρόκαλη ήταν. Ουσ. απειροκαλία, η κακογουστιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπειροκαλώτερον — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc acc comp sg ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful neut nom/voc/acc comp sg ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκάλως — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful adverbial ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρόκαλον — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem acc sg ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκάλοις — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκάλου — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκάλους — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκάλων — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκάλῳ — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»